ἔνθεσις

ἔνθεσις
ἔνθεσις
putting in
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐνθέσει — ἔνθεσις putting in fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐνθέσεϊ , ἔνθεσις putting in fem dat sg (epic) ἔνθεσις putting in fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέσεις — ἔνθεσις putting in fem nom/voc pl (attic epic) ἔνθεσις putting in fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνθεσιν — ἔνθεσις putting in fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένθεση — η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή νεοελλ. 1. εντοίχιση, ενδόμηση 2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω αρχ. 1. το κομμάτι ψωμιού που… …   Dictionary of Greek

  • ενθεσίδουλος — ἐνθεσίδουλος, ο (Μ) ψωμόδουλος, δούλος τών ενθέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ένθεσις + δούλος] …   Dictionary of Greek

  • θεσσαλικός — ή, ό (ΑΜ θεσσαλικός, ή, όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα») αρχ. φρ. 1. «θεσσαλικὸν ἔδος» είδος καθίσματος ή ανακλίντρου 2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή… …   Dictionary of Greek

  • ἐνθέσεως — ἐνθέσεω̆ς , ἔνθεσις putting in fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”